- κανονίδι
- τοσυνεχής κανονιοβολισμός: Άρχισε πάλι το κανονίδι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κανονίδι — (I) το συνεχής κανονιοβολισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (Ι) + κατάλ. ίδι (II)* (πρβλ. μπουν ίδι, τουφεκ ίδι)]. (II) το κανόνι (II)*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανόνι (ΙΙ) + κατάλ. ίδι (Ι)* (πρβλ. παιχν ίδι, στασ ίδι)] … Dictionary of Greek
κανόνι — (I) το 1. πυροβόλο, τηλεβόλο 2. συνεκδ. βολή πυροβόλου, κανονίδι, κανονιά («τη νύχτα ακούστηκαν κανόνια») 3. φρ. α) «έριξε κανόνι» ή «έσκασε κανόνι» ή «βάρεσε κανόνι» αρνείται να πληρώσει, αδυνατεί ή δεν θέλει να ξοφλήσει τα χρέη του, κήρυξε… … Dictionary of Greek
πέφτω — ΝΜ 1. φέρομαι από το βάρος μου από πάνω προς τα κάτω (α. «πέφτει χιόνι» β. «πέφτει βροχή» γ. «έπεσε ένα κεραμίδι και τόν χτύπησε») 2. αποσπώμαι από τη θέση μου και φέρομαι προς τα κάτω, αποπίπτω (α. «έχω καιρό π αρρώστησα και πέσαν τα μαλλιά μου» … Dictionary of Greek
κανονιοβολισμός — ο βολή τηλεβόλου, κανονίδι: Παραδόθηκαν όλοι, όταν άρχισε ο κανονιοβολισμός του φρουρίου τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)